- φαάντατος
- -άτη, -ον, Α(επικ. τ.) (υπερθ. τού φαεινός) φωτεινότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν-τατος (< *φαFeντα-τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί - από ένα θ. *φαF-εν παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ- τού φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ. λ. φαείνω) με την κατάλ. -τατος τού υπερθετικού βαθμού].
Dictionary of Greek. 2013.